εὔληπτα

εὔληπτα
εὔληπτος
easily taken hold of
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Επτά σοφοί — Επτά άνδρες της αρχαιότητας, οι οποίοι έζησαν κατά το τέλος του 7ου και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και διατύπωσαν σε σύντομα, περιεκτικά και εύληπτα αποφθέγματα οδηγίες ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Τα αποφθέγματα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Θεοτόκης, Νικηφόρος — (Κέρκυρα 1731 – Μόσχα 1800). Διδάσκαλος του Γένους. Σπούδασε στην πατρίδα του και συνέχισε στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ίσως της Πάντοβα, όπου επιδόθηκε κυρίως στη μελέτη της φιλοσοφίας και των φυσικομαθηματικών επιστημών. Δίδαξε κατόπιν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”